χραισμώ

χραισμώ
-έω, Α
(επικ. τ.)
1. απομακρύνω, αποκρούω κάτι το ολέθριο, το καταστρεπτικό για κάποιον («τῶν οὔ τις δύναται χραισμῆσαι ὄλεθρον», Ομ. Ιλ.)
2. προστατεύω
3. παρέχω βοήθεια, ωφελώ («καὶ γὰρ σοι ποταμός γε πάρα μέγας, εἰ δύναται τι χραισμεῑν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκό ρ., αβέβαιης ετυμολ., το οποίο απαντά στο έπος, καθώς και στη γλώσσα τής πόλης Κλείτωρ τής Αρκαδίας. Από σημασιολογική πλευρά, το ρ. θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με το ρ. χρή, η σύνδεση, όμως, αυτή προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Αρχικός τ. τού ρηματ. αυτού συστήματος είναι ο τ. τού αορ. β' ἔχραισμε, από τον οποίο σχηματίστηκαν στη συνέχεια οι τ. τού μέλλ. χραισμήσω και τού αορ. ἐχραίσμησα (πρβλ. ἔτυχον: ἐτύχησα), ενώ ο ενεστ. χραισμῶ, -έω αποτελεί μτγν. αναλογικό σχηματισμό, κατά το σχήμα τών τ. μέλλ. και αορ. σε -ήσω, -ησα τών συνηρημένων ρ. (πρβλ. ποιῶ: ποιήσω: ἐποίησα). Κατά μία άποψη, ο τ. ἔχραισμε έχει προέλθει από έναν αμάρτυρο τ. ενεστ. *χραισμ-, ο οποίος αποτελούσε μετονοματικό παρ. ενός ον. *χραισμός. Τέλος, η άποψη ότι αρχικός τ. είναι το απρμφ. χραισμεῖν (από όπου ο αόρ. ἔχραισμε, κατά το σχήμα ἔβαλον: βαλεῖν) δεν θεωρείται πιθανή, αφού δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί με βεβαιότητα αν ο τ. χραισμεῖν αντιστοιχεί στον αόρ. ή αν πρόκειται για το απρμφ. τού ενεστ. χραισμῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χραισμῶ — χραισμέω ward off pres subj act 1st sg (attic epic doric) χραισμέω ward off pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χραίσμω — χραισμέω ward off aor subj act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χραίσμη — ἡ, Α προστασία ή βοήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. χραισμῶ*] …   Dictionary of Greek

  • χραίσμημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [χραισμῶ] χραισμήϊον* …   Dictionary of Greek

  • χραίσμησις — ήσεως, ἡ, Α [χραισμῶ] χραίσμη* …   Dictionary of Greek

  • χραισμήτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ 1. βοηθός, προστάτης, υπερασπιστής 2. εκκλ. προσωνυμία τού Ιησού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χραισμῶ «προστατεύω, βοηθώ» + κατάλ. τωρ (πρβλ. γεννή τωρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”